ασπασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσπασμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπασμός οι ασπασμοί
      γενική του ασπασμού των ασπασμών
    αιτιατική τον ασπασμό τους ασπασμούς
     κλητική ασπασμέ ασπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασπασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσπασμός (φιλικός χαιρετισμός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.spaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπα‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασπασμός αρσενικό

  1. εγκάρδιος] χαιρετισμός, με φίλημα
    εκφράσεις: ο τελευταίος ασπασμός, δεύτε τελευταίον ασπασμόν
  2. (παρωχημένο, ιδίως στον πληθυντικό: ασπασμοί) χαιρετισμός, χαιρετίσματα
    Τους ασπασμούς μου στην αγαπητή μητέρα σας!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ασπάζομαι και σπάω / σπάζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]