ασπαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ασπαστός | η | ασπαστή | το | ασπαστό |
γενική | του | ασπαστού | της | ασπαστής | του | ασπαστού |
αιτιατική | τον | ασπαστό | την | ασπαστή | το | ασπαστό |
κλητική | ασπαστέ | ασπαστή | ασπαστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ασπαστοί | οι | ασπαστές | τα | ασπαστά |
γενική | των | ασπαστών | των | ασπαστών | των | ασπαστών |
αιτιατική | τους | ασπαστούς | τις | ασπαστές | τα | ασπαστά |
κλητική | ασπαστοί | ασπαστές | ασπαστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπαστός < αρχαία ελληνική ἀσπαστός
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπαστός
- η γνώμη σας είναι ασπαστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπαστός
|