αστόμωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστόμωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αστόμωτος, -η, -ο
- οξύς, κοφτερός, που δεν έχει στομώσει
- (μτφ.) ασυγκράτητος, ριψοκίνδυνος
- (μτφ.) αθυρόστομος
- αστόμωτη γυναίκα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστόμωτος
|