ασυγχρόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυγχρόνιστος < α- στερητικό + συγχρονίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυγχρόνιστος
- (μτφ.) απροσάρμοστος στο ρεύμα τής εποχής του, οπισθοδρομικός
- όχι συγχρονισμένος
- ασυγχρόνιστες κινήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυγχρόνιστος
|