ασύντακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασύντακτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασύντακτος, -η, -ο
- που δεν έχει συνταχθεί ακόμα
- γραπτός ή προφορικός λόγος όχι σύμφωνος με τους συντακτικούς κανόνες
- που βρίσκεται σε κατάσταση αταξίας, ανοργάνωτος
- που δεν έχει συνταχθεί με άλλους
- η χώρα έμεινε ασύντακτη και ήταν αμερόληπτη κατά τη διάρκεια τού πολέμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασύντακτος
|