αυγινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυγινός | η | αυγινή | το | αυγινό |
γενική | του | αυγινού | της | αυγινής | του | αυγινού |
αιτιατική | τον | αυγινό | την | αυγινή | το | αυγινό |
κλητική | αυγινέ | αυγινή | αυγινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυγινοί | οι | αυγινές | τα | αυγινά |
γενική | των | αυγινών | των | αυγινών | των | αυγινών |
αιτιατική | τους | αυγινούς | τις | αυγινές | τα | αυγινά |
κλητική | αυγινοί | αυγινές | αυγινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αυγινός, -ή, -ό
- που γίνεται, συμβαίνει, υπάρχει ή εμφανίζεται την αυγή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυγινός
|