αυτεπάγγελτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αυτεπάγγελτος, -η, -ο
- αυτός που γίνεται από μόνος του χωρίς τη μεσολάβηση τρίτου
- (νομικός όρος) αυτός που προέρχεται από το νόμο, χωρίς τη μεσολάβηση εισαγγελέα ή μήνυσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
εκφράσεις[επεξεργασία]
- «αυτεπάγγελτος προστάτης»
- «αυτεπάγγελτος επέμβασις του εισαγγελέως» η οποία γίνεται χωρίς τη μήνυση ή αίτηση του πολίτη
- «αυτεπάγγελτος διαθεσιμότητα», η ένεκα έλλειψης θέσης επιβαλλόμενη στους εν ενεργεία αξιωματικούς «αυτεπάγγελτος αποστρατεία».
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτεπάγγελτος