αυτοκινητισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκινητισμός < αυτοκίνητο + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική automobilisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκινητισμός αρσενικό
- η ενασχόληση με το αυτοκίνητο σε ερασιτεχνική βάση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκινητισμός
|