βολά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βολάν, βολεί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βολά οι βολές
      γενική της βολάς
    αιτιατική τη βολά τις βολές
     κλητική βολά βολές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βολά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βολά < αρχαία ελληνική βολή με επίδραση του φορά[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /voˈla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐λά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βολά θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βολά < αρχαία ελληνική βολή με επίδραση του φορά[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βολά θηλυκό

  • φορά (μία ή περισσότερες φορές)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]