βραβεύσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραβεύσιμος η βραβεύσιμη το βραβεύσιμο
      γενική του βραβεύσιμου της βραβεύσιμης του βραβεύσιμου
    αιτιατική τον βραβεύσιμο τη βραβεύσιμη το βραβεύσιμο
     κλητική βραβεύσιμε βραβεύσιμη βραβεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραβεύσιμοι οι βραβεύσιμες τα βραβεύσιμα
      γενική των βραβεύσιμων των βραβεύσιμων των βραβεύσιμων
    αιτιατική τους βραβεύσιμους τις βραβεύσιμες τα βραβεύσιμα
     κλητική βραβεύσιμοι βραβεύσιμες βραβεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραβεύσιμος < βραβεύω

Επίθετο[επεξεργασία]

βραβεύσιμος, -η, -ο

η προσπάθειά του είναι βραβεύσιμη
καμία μελέτη δεν κρίθηκε βραβεύσιμη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]