γάγγλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάγγλιο τα γάγγλια
      γενική του γάγγλιου
γαγγλίου
των γάγγλιων
γαγγλίων
    αιτιατική το γάγγλιο τα γάγγλια
     κλητική γάγγλιο γάγγλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γάγγλιο στον καρπό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάγγλιο < αντιδάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική ganglion < υστερολατινική < ελληνιστική κοινή γαγγλίον (κύστη, πρήξιμο) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣaŋ.ɡli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάγ‐γλι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάγγλιο ουδέτερο

  1. (ανατομία) ανατομικό νευρικό στοιχείο
  2. (ιατρική) καλόηθες ογκίδιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

(ιατρική)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]