γαλονάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
[και ουσιαστικοποιημένο επίθετο]
- ο φέρων γαλονιού, αυτός που έχει εξουσία, αξιωματικός με διακριτικό