γαϊδουράκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδουράκι τα γαϊδουράκια
      γενική
    αιτιατική το γαϊδουράκι τα γαϊδουράκια
     κλητική γαϊδουράκι γαϊδουράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γαϊδουράκι ξαπλωμένο σε άχυρα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαϊδουράκι < γαϊδούρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαϊδουράκι ουδέτερο

  1. μικρός γάιδαρος
  2. το μικρό του γάιδαρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γαϊδούρι