δάσυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δάσυνση οι δασύνσεις
      γενική της δάσυνσης* των δασύνσεων
    αιτιατική τη δάσυνση τις δασύνσεις
     κλητική δάσυνση δασύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δάσυνση < αρχαία ελληνική δασύνω (στα αρχ. ελλ. κάνω κάτι πυκνό ή τραχύ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δάσυνση θηλυκό

  1. η ανεμπόδιστη εκβολή αέρα κατά την προφορά ορισμένων φθόγγων στην αρχαιότητα
  2. η τοποθέτηση τού πνεύματος της δασείας σε φωνήεντα, διφθόγγους και στο σύμφωνο ρ επειδή προφέρονταν (μέχρι ίσως τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες) με την αχνή εκπνοή ενός αόρατου συμφώνου, συνήθως του "χ"
  3. η τροπή ψιλών συμφώνων (π, κ, τ) σε δασέα (αντίστοιχα, φ, χ, θ) όταν ακολουθεί φωνήεν που δασύνεται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]