δασμολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασμολογικός η δασμολογική το δασμολογικό
      γενική του δασμολογικού της δασμολογικής του δασμολογικού
    αιτιατική τον δασμολογικό τη δασμολογική το δασμολογικό
     κλητική δασμολογικέ δασμολογική δασμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασμολογικοί οι δασμολογικές τα δασμολογικά
      γενική των δασμολογικών των δασμολογικών των δασμολογικών
    αιτιατική τους δασμολογικούς τις δασμολογικές τα δασμολογικά
     κλητική δασμολογικοί δασμολογικές δασμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασμολογικός < δασμολογώ

Επίθετο[επεξεργασία]

δασμολογικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη δασμολόγηση
  2. σχετικός με το δασμολόγιο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]