διάναξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάναξη | οι | διανάξεις |
γενική | της | διάναξης* | των | διανάξεων |
αιτιατική | τη | διάναξη | τις | διανάξεις |
κλητική | διάναξη | διανάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάναξη < ελληνιστική κοινή διανάσσω (καλαφατίζω) < αρχαία ελληνική διά + νάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάναξη θηλυκό
- (ναυτικός όρος) (λόγιο) τα καθήκοντα ή οι ενέργειες του διανάκτη
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- διάναξη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάναξη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)