δικογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικογραφία θηλυκό
- (νομικός όρος) τα έγγραφα που σχετίζονται με κάποια δικαστική υπόθεση ή την αφορούν