δικογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικογραφία οι δικογραφίες
      γενική της δικογραφίας των δικογραφιών
    αιτιατική τη δικογραφία τις δικογραφίες
     κλητική δικογραφία δικογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικογραφία < δικόγραφο + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δικογραφία θηλυκό

  • (νομικός όρος) τα έγγραφα που σχετίζονται με κάποια δικαστική υπόθεση ή την αφορούν
    ※  Για την ίδια υπόθεση σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος ενός ημεδαπού συνεργού του, τα στοιχεία του οποίου ταυτοποιήθηκαν, για απάτη από κοινού (ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, 23-12-2021: Από το Τμήμα Ασφάλειας Βέροιας συνελήφθη ημεδαπός για απάτη κατ' εξακολούθηση, astynomia.gr, [1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]