δικτύωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικτύωμα < δικτυώνω + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reticulation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικτύωμα ουδέτερο
δικτύωμα ουδέτερο