διπλωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διπλωτικός
- που έχει σχέση με το δίπλωμα, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- διπλωτική μηχανή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διπλωτικός
|