δυσθεώρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσθεώρητος < αρχαία ελληνική < δυσ- + θεωρέω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσθεώρητος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον δει επειδή είναι πολύ μεγάλος
- ο πληθωρισμός ανέβηκε σε ύψη δυσθεώρητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσθεώρητος
|