δόγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δόγα | οι | δόγες |
γενική | της | δόγας | των | δογών |
αιτιατική | τη | δόγα | τις | δόγες |
κλητική | δόγα | δόγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δόγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόγα < ιταλική doga • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δόγα θηλυκό
- καμπυλωμένη λωρίδα ξύλου, μακρόστενη σανίδα, όπου πολλές μαζί κολλητά η μια με την άλλη χρησιμοποιούνται σε διάφορες κατασκευές, όπως σκαφών, βαρελιών ή των αντηχείων ορισμένων μουσικών οργάνων (μπουζούκι, μπαγλαμάς κ.ά.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)