εικοσαετής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εικοσαετής | η | εικοσαετής | το | εικοσαετές |
γενική | του | εικοσαετούς* | της | εικοσαετούς | του | εικοσαετούς |
αιτιατική | τον | εικοσαετή | την | εικοσαετή | το | εικοσαετές |
κλητική | εικοσαετή(ς) | εικοσαετής | εικοσαετές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εικοσαετείς | οι | εικοσαετείς | τα | εικοσαετή |
γενική | των | εικοσαετών | των | εικοσαετών | των | εικοσαετών |
αιτιατική | τους | εικοσαετείς | τις | εικοσαετείς | τα | εικοσαετή |
κλητική | εικοσαετείς | εικοσαετείς | εικοσαετή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικοσαετής < αρχαία ελληνική εἰκοσαετής. Συγχρονικά αναλύεται σε εικοσα- + -ετής
Επίθετο[επεξεργασία]
εικοσαετής, -ής, -ές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / εννενηκονταετής εκατονταετής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικοσαετής
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εικοσα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ετής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)