εκμυστήρευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκμυστήρευση οι εκμυστηρεύσεις
      γενική της εκμυστήρευσης* των εκμυστηρεύσεων
    αιτιατική την εκμυστήρευση τις εκμυστηρεύσεις
     κλητική εκμυστήρευση εκμυστηρεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκμυστηρεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκμυστήρευση < εκμυστηρεύομαι + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ek.miˈsti.ɾef.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκμυστήρευση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]