εκτοξευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκτοξευτικός < εκτοξευτής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκτοξευτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτοξευτικός
|