ελλιμενισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελλιμενισμός < ελληνιστική κοινή ἐλλιμενισμός < αρχαία ελληνική ἐλλιμενίζω < λιμήν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελλιμενισμός αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ελλιμενίζω και λιμάνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελλιμενισμός
|