εμβολιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμβολιάζω < εμβόλι(ο) + -άζω, εμ- μεταφραστικό δάνειο από τη νέα ελληνική μπολιάζω) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɱ.vo.liˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βο‐λι‐ά‐ζω
γυναίκα που εμβολιάζεται

Ρήμα[επεξεργασία]

εμβολιάζω, αόρ.: εμβολίασα, παθ.φωνή: εμβολιάζομαι, π.αόρ.: εμβολιάστηκα, μτχ.π.π.: εμβολιασμένος

  1. (ιατρική, φαρμακευτική) εισάγω εμβόλιο σε οργανισμό για θεραπεία ή πρόληψη
  2. (γεωπονία) λόγιο συνώνυμο του μπολιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη εμβάλλω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]