εμβρυολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμβρυολογικός < εμβρυολογία / εμβρυολόγος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εμβρυολογικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την εμβρυολογία ή τον εμβρυολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμβρυολογικός