εμφραγματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφραγματικός η εμφραγματική το εμφραγματικό
      γενική του εμφραγματικού της εμφραγματικής του εμφραγματικού
    αιτιατική τον εμφραγματικό την εμφραγματική το εμφραγματικό
     κλητική εμφραγματικέ εμφραγματική εμφραγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφραγματικοί οι εμφραγματικές τα εμφραγματικά
      γενική των εμφραγματικών των εμφραγματικών των εμφραγματικών
    αιτιατική τους εμφραγματικούς τις εμφραγματικές τα εμφραγματικά
     κλητική εμφραγματικοί εμφραγματικές εμφραγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμφραγματικός < έμφραγμα + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εμφραγματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]