ενδοθήλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδοθήλιο < νεολατινική endothelium < αρχαία ελληνική ἔνδον + θηλή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενδοθήλιο ουδέτερο
- (φυσιολογία) ενδοκρινής αδένας, με μορφή στιβάδας κυττάρων στην εσωτερική επιφάνεια των λεμφικών και αιματικών αγγείων του σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδοθήλιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)