ενδυμασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδυμασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενδυμασία θηλυκό
- το σύνολο των ενδυμάτων που φοράει κάποιος
- το σύνολο των ενδυμάτων που συνηθίζεται να φοριούνται από έναν λαό, σε μια συγκεκριμένη εποχή κλπ
- το έμα της εργασίας των παιδιών είναι η ενδυμασία στην Αρχαία Αθήνα