εννοιολογική τέχνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εννοιολογική τέχνη | ||
γενική | της | εννοιολογικής τέχνης | ||
αιτιατική | την | εννοιολογική τέχνη | ||
κλητική | εννοιολογική τέχνη | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εννοιολογική τέχνη < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική conceptual art → δείτε τις λέξεις εννοιολογικός και τέχνη
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εννοιολογική τέχνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (τέχνη) καλλιτεχνικό είδος στο οποίο η μετάδοση ιδεών είναι πιο σημαντική από τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού αντικειμένου
- ※ Το τι ορίζει η ιστορία της τέχνης ως ρηξικέλευθο και καινοτόμο στην καλλιτεχνική έκφραση ίσως να διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, το βέβαιο όμως είναι ότι -τουλάχιστον έως τώρα- τα χρόνια από τα μέσα της δεκαετία του ’60 μέχρι και το ’70 θεωρούνται από τα πλέον πλούσια και πρωτοποριακά. Αυτή είναι η περίοδος στην οποία ωριμάζει η εννοιολογική τέχνη και εμφανίζονται εναλλακτικά ρεύματα όπως η land art, η περφόρμανς, η τέχνη που εναντιώνεται στο αντικείμενο και εστιάζει στη διαδικασία της καλλιτεχνικής παραγωγής, η φεμινιστική τέχνη και η τέχνη με πολιτικό περιεχόμενο.
- Αλεξάνδρα Κοροξενίδη, Η αμφισβητίας της τέχνης Λίντα Μπένγκλις, Η Καθημερινή, 7 Αυγούστου 2011
- ※ Το τι ορίζει η ιστορία της τέχνης ως ρηξικέλευθο και καινοτόμο στην καλλιτεχνική έκφραση ίσως να διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή, το βέβαιο όμως είναι ότι -τουλάχιστον έως τώρα- τα χρόνια από τα μέσα της δεκαετία του ’60 μέχρι και το ’70 θεωρούνται από τα πλέον πλούσια και πρωτοποριακά. Αυτή είναι η περίοδος στην οποία ωριμάζει η εννοιολογική τέχνη και εμφανίζονται εναλλακτικά ρεύματα όπως η land art, η περφόρμανς, η τέχνη που εναντιώνεται στο αντικείμενο και εστιάζει στη διαδικασία της καλλιτεχνικής παραγωγής, η φεμινιστική τέχνη και η τέχνη με πολιτικό περιεχόμενο.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εννοιολογική τέχνη
|
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)