ενοχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενοχικός η ενοχική το ενοχικό
      γενική του ενοχικού της ενοχικής του ενοχικού
    αιτιατική τον ενοχικό την ενοχική το ενοχικό
     κλητική ενοχικέ ενοχική ενοχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενοχικοί οι ενοχικές τα ενοχικά
      γενική των ενοχικών των ενοχικών των ενοχικών
    αιτιατική τους ενοχικούς τις ενοχικές τα ενοχικά
     κλητική ενοχικοί ενοχικές ενοχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενοχικός < ενοχή + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενοχικός

  • που έχει σχέση με την ενοχή, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]