ενσιροδιανομέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενσιροδιανομέας αρσενικό
- μηχάνημα ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την ανάμειξη, μεταφορά και διανομή τροφής για σταβλισμένα ή άλλα ζώα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενσιροδιανομέας
|