ενταφιασμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενταφιασμός οι ενταφιασμοί
      γενική του ενταφιασμού των ενταφιασμών
    αιτιατική τον ενταφιασμό τους ενταφιασμούς
     κλητική ενταφιασμέ ενταφιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενταφιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνταφιασμός < ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος < θάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενταφιασμός αρσενικό

  1. η ταφή, το θάψιμο
  2. (μεταφορικά) το οριστικό κλείσιμο μιας υπόθεσης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]