εξέλκωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξέλκωση | οι | εξελκώσεις |
γενική | της | εξέλκωσης* | των | εξελκώσεων |
αιτιατική | την | εξέλκωση | τις | εξελκώσεις |
κλητική | εξέλκωση | εξελκώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελκώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξέλκωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξέλκω(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐξέλκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξέλκωση θηλυκό
- (ιατρική) η δημιουργία έλκους
- άλλες μορφές: έλκωση
- (ιατρική) δερματική πληγή μετά από σπάσιμο φουσκάλας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έλκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξέλκωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εξ- (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)