εξερευνητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξερευνητής αρσενικό (θηλυκό: εξερευνήτρια)
- αυτός που ταξιδεύει σε ξένους ή άγνωστους (και συχνά άγριους) τόπους για μελέτη, για να ανακαλύψει πληροφορίες για αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξερευνητής