εξωσωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωσωματικός η εξωσωματική το εξωσωματικό
      γενική του εξωσωματικού της εξωσωματικής του εξωσωματικού
    αιτιατική τον εξωσωματικό την εξωσωματική το εξωσωματικό
     κλητική εξωσωματικέ εξωσωματική εξωσωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωσωματικοί οι εξωσωματικές τα εξωσωματικά
      γενική των εξωσωματικών των εξωσωματικών των εξωσωματικών
    αιτιατική τους εξωσωματικούς τις εξωσωματικές τα εξωσωματικά
     κλητική εξωσωματικοί εξωσωματικές εξωσωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξωσωματικός < έξω + σωματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εξωσωματικός

  • που συμβαίνει έξω από το σώμα


Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]