επεκτατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επεκτατισμός < επεκτατικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική expansionisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επεκτατισμός αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επεκτατικός, επεκτείνω, εκτείνω και τείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επεκτατισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)