επεκτατισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επεκτατισμός οι επεκτατισμοί
      γενική του επεκτατισμού των επεκτατισμών
    αιτιατική τον επεκτατισμό τους επεκτατισμούς
     κλητική επεκτατισμέ επεκτατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επεκτατισμός < επεκτατικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική expansionisme)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επεκτατισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]