επικήρυξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικήρυξη | οι | επικηρύξεις |
γενική | της | επικήρυξης* | των | επικηρύξεων |
αιτιατική | την | επικήρυξη | τις | επικηρύξεις |
κλητική | επικήρυξη | επικηρύξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικηρύξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικήρυξη < ελληνιστική κοινή ἐπικήρυξις < αρχαία ελληνική ἐπικηρύσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικήρυξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επικηρύσσω