ζυγωτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζυγωτό | τα | ζυγωτά |
γενική | του | ζυγωτού | των | ζυγωτών |
αιτιατική | το | ζυγωτό | τα | ζυγωτά |
κλητική | ζυγωτό | ζυγωτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζυγωτό < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zygote < αρχαία ελληνική ζυγωτός < αρχαία ελληνική ζυγόω < ζυγός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yugóm
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /zi.ɣoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐γω‐τό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζυγωτό ουδέτερο
- (βιολογία) άλλη μορφή του ζυγώτης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ζυγωτό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζυγωτό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ζυγωτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)