ζωονόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωονόσος | οι | ζωονόσοι |
γενική | της | ζωονόσου | των | ζωονόσων |
αιτιατική | τη | ζωονόσο | τις | ζωονόσους |
κλητική | ζωονόσε | ζωονόσοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωονόσος θηλυκό
- (ιατρική) κάθε ασθένεια που μεταδίδεται από τα ζώα στους ανθρώπους, είτε μέσω του συγχρωτισμού τους, είτε μέσω της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- zoonosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)