θάβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θάβω < αρχαία ελληνική θάπτω

θάβω, πρτ.: έθαβα, στ.μέλλ.: θα θάψω, αόρ.: έθαψα, παθ.φωνή: θάβομαι, π.αόρ.: θάφτηκα/τάφηκα/ετάφην, μτχ.π.π.: θαμμένος

  1. τοποθετώ έναν νεκρό σε τάφο, ενταφιάζω
  2. κηδεύω, παρίσταμαι και συμμετέχω σε κηδεία
  3. σκεπάζω με χώμα κάτι που βρίσκεται στην επιφάνεια
  4. τοποθετώ κάτι μέσα στη γη και το σκεπάζω με χώμα
  5. αποκρύπτω μια είδηση
  6. καταστρέφω, προκαλώ μεγάλη ζημιά
  7. κατακρίνω, κάνω πολύ αρνητική κριτική

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Οι παθητικοί χρόνοι από το αοριστικό θέμα ταφ- (ετάφην ή τάφηκα, θα ταφώ, έχω ταφεί) χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν τη σημασία (ενταφιάζω). Για τις άλλες σημασίες χρησιμοποιούνται παθητικοί τύποι από το θέμα θαφτ- (θάφτηκα, θα θαφτώ, έχω θαφτεί).

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]