θαμνότοπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θαμνότοπος οι θαμνότοποι
      γενική του θαμνότοπου των θαμνότοπων
    αιτιατική τον θαμνότοπο τους θαμνότοπους
     κλητική θαμνότοπε θαμνότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαμνότοπος < θάμν(ος) + -ό- + -τοπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /θaˈmno.to.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐μνό‐το‐πος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Θαμνότοπος

θαμνότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)