θεομπαίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεομπαίχτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεομπαίχτης αρσενικό
- αυτός που δεν σέβεται, που εμπαίζει το Θεό και, γενικότερα, τα θεία
- (ειδικότερα) ο απατεώνας
- (μειωτικό) ο αλλόθρησκος και ο άθεος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θεομπαίχτης
|