ιδιόκτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιόκτητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιόκτητος -η -ο
- που ανήκει ως ιδιοκτησία στον άνθρωπο για τον οποίο γίνεται λόγος
- βρέθηκε νεκρός στο ιδιόκτητο διαμέρισμά του ο γνωστός ηθοποιός ...