ιονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιονισμός | οι | ιονισμοί |
γενική | του | ιονισμού | των | ιονισμών |
αιτιατική | τον | ιονισμό | τους | ιονισμούς |
κλητική | ιονισμέ | ιονισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ionization < αρχαία ελληνική ἰόν, ουδέτερο του ἰών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εἶμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.o.niˈzmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιονισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του ιοντισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)