κάντιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάντιο τα κάντια
      γενική του κάντιου των κάντιων
    αιτιατική το κάντιο τα κάντια
     κλητική κάντιο κάντια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάντιο < μεσαιωνική ελληνική κάντιο(ν) < ιταλική candi < αραβική قندي (qandiyy) < قند (qand: κύβος ζάχαρης) < περσική کند (kand) < σανσκριτική खण्ड (khaṇḍa) < खण्ड् (khaṇḍ: χωρίζω, σπάω σε κομματάκια)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάντιο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]