καναπεδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καναπεδάκι | τα | καναπεδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καναπεδάκι | τα | καναπεδάκια |
κλητική | καναπεδάκι | καναπεδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καναπεδάκι < (καναπές), καναπεδ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καναπεδάκι ουδέτερο
- (γαστρονομία) ορεκτικό που αποτελείται από άγλυκο μπισκοτάκι ή άλλο μικρού μεγέθους αρτοσκεύασμα και είναι γαρνιρισμένο, στο επάνω μέρος, με κάποιο φαγώσιμο
- (σπανιότερα, κυριολεκτικά) υποκοριστικό του καναπές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καναπές
υποκοριστικό του καναπέ
|
μορφή ορεκτικού
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)