καπατσοσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπατσοσύνη οι καπατσοσύνες
      γενική της καπατσοσύνης των (καπατσοσυνών)
    αιτιατική την καπατσοσύνη τις καπατσοσύνες
     κλητική καπατσοσύνη καπατσοσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπατσοσύνη < καπάτσ(ος) + -οσύνη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pa.t͡soˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐πα‐τσο‐σύ‐νη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπατσοσύνη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]