κατσάβραχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσάβραχο τα κατσάβραχα
      γενική του κατσάβραχου των κατσάβραχων
    αιτιατική το κατσάβραχο τα κατσάβραχα
     κλητική κατσάβραχο κατσάβραχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατσάβραχο < κατσίκι + -ο- + βράχος + -ο (έχει επίσης προταθεί: < *ακανθόβραχος & < *κατάβραχο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατσάβραχο ουδέτερο

  1. απόκρημνος βράχος
  2. (στον πληθυντικό) κατσάβραχα: βραχώδης, απόκρημνος τόπος, που είναι δύσβατος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]